Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το οίκημα

  • 1 помещение

    помещение с о χώρος* η αίθουσα (для собрания) жилое \помещение το οίκημα, το σπίτι
    * * *
    с
    ο χώρος; η αίθουσα ( для собрания)

    жило́е помеще́ние — το οίκημα, το σπίτι

    Русско-греческий словарь > помещение

  • 2 дом

    το σπίτι, η οικία, (здание) το οίκημα, το κτήριο
    детский - το παιδικό άσυλο, το ορφανοτροφείο
    каменный - πέτρινο/λιθόκτιστο -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дом

  • 3 жилище

    η (κατ)οικία
    το οίκημα
    το ενδιαίτημα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жилище

  • 4 ведомственный

    ведомственный
    прил ὑπηρεσιακός, τής ὑπηρεσίας, διοικητικός:
    \ведомственный дом οίκημα πού ἀνήκει σέ κάποια ὑπηρεσία· \ведомственныйвенная переписка ἡ ὑπηρεσιακή ἀλληλογραφία.

    Русско-новогреческий словарь > ведомственный

  • 5 жилище

    жили́щ||е
    с ἡ κατοικία, τό οίκημα.

    Русско-новогреческий словарь > жилище

  • 6 под

    под I
    предлог Α. с вин. и твор. п.
    1. (при обозначении места) κάτω ἀπό, ὑπό, ἀποκάτω:
    \под водой κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ· \под столом ἀποκάτω ἀπό τό τραπέζι, ὑπό τήν τράπεζαν спрятаться \под навес κρύβομαι κάτω ἀπό τό ὑπόστεγο· \под тенью деревьев στον ίσκιο τῶν δένδρων, ὑπό τήν σκιάν τῶν δένδρων
    2. (при обозначении непосредственной близости-\подвозле, вблизи) κοντά, πλησίον, παρά:
    жить \под Москвой ζῶ κοντά στή Μόσχα, ζῶ πλησίον τῆς Μόσχας· поехать отдыхать \подКйев πηγαίνω γιά ἀνάπαυση κοντά στό Κίεβο· \под Афинами κοντά στήν 'Αθήνα·
    3. перен κάτω ἀπό, ὑπό:
    \под командой ὑπό τήν διοίκησιν \под знаменем Ленина κάτω ἀπό τήν σημασία τοῦ Λένιν \под ружьем ὑπό τά ὀπλα· \под огнем ὑπό τό πῦρ· \под арестом ὑπό κράτησιν отдать \под суд παραπέμπω στό δικαστήριο· \под чыо-л. ответственность ὑπ' εὐθύνην κάποιου· Б. с вин. п.
    1. (при обозначении времени \под непосредственно перед) προς, κατά / τήν παραμονή[ν] (накануне):
    \под вечер τό δειλινό· \под утро τά χαράματα· \под конец дня προς τό τέλος τῆς ήμέρας· \под конец месяца προς τό τέλος (τά τέλη) τοῦ μηνός· \под Новый год στίς παραμονές τής πρωτοχρονιάς, στίς παραμονές τοῦ Νέου ἐτους·
    2. (в сопровождении) ὑπό, μέ:
    \под аккомпанемент μέ συνοδεία, μέ τό ἀκομπανιαμέντο· \под диктовку καθ' ὑπαγόρευση··
    3. (наподобие) κατ' ἀπομίμησιν:
    это сделано \под мрамор εἶναι καμωμένο κατ' ἀπομίμησιν τοῦ μαρμάρου, εἶναι καμωμένο σάν μάρμαρο·
    4. (при указании на назначение предмета \под для) διά, γιά:
    помещение \под контору (школу) οίκημα γιά γραφείο (γιά σχολείο)· В. с твор. п. (при указании причины \под в результате) ὑπό, κάτω ἀπό:
    \под действием тепла ὑπό τήν ἐπίδρασιν τής θερμότητος· ◊ ему́ \под сорок κοντεύει τά σαράντα· быть \под вопросом εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο[ν]· под носом у кого́-л. μπροστά στήν μύτη κάποιου· \под видом, \под предлогом ὑπό τό πρόσχημα, μέ τήν πρόφαση· под руку (идти) ἀγκαζέ.
    под II
    м (печи) ὁ πάτος τής σόμπας.

    Русско-новогреческий словарь > под

  • 7 помещение

    помещение
    с
    1. ἡ αίθουσα, ὁ χώρος, τό οίκημα:
    большое \помещение μεγάλη αίθουσα, μεγάλος χώρος·
    2. (действие) ἡ τοποθέτηση[-ις], ἡ ἐγκατάσταση [-ις], ἡ ἐπένδυσις (капитала) / ἡ κατάθεση (в банк, в сберкассу) I ἡ καταχώρηση, ἡ δημοσίευση [-ις] (статьи и т. п.).

    Русско-новогреческий словарь > помещение

  • 8 постройка

    постройка
    ж
    1. (действие) ἡ οίκοδό-μηση [-ις], τό οίκοδόμημα, τό κατασκεύασμα, ἡ κατασκευή·
    2. (строение, здание) ἡ οἰκοδομή, τό οίκημα, τό κτίριο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > постройка

  • 9 пристройка

    пристройка
    ж τό παράρτημα οίκήμα-τος, ἡ πρόσθετη οίκοδομής.

    Русско-новогреческий словарь > пристройка

  • 10 дом

    -а (-у), προθτ. в -е, на -у, πλθ. -а а.
    1. σπίτι, οικία•

    каменный дом πέτρινο σπίτι•

    деревянный дом ζυλόσπιτο•

    жилой дом κατοικία•

    в -е стало тихо στο σπίτι έγινε ησυχία•

    многоквартирный дом πολυκατοικία•

    загородной -εξοχικό σπίτι.

    2. οίκημα, ενδιαίτημα, εστία•

    выгнать из дома ή из дому διώχνω από το σπίτι.

    3. οι κάτοικοι του σπιτιού, το σπιτικό η οικογένεια•

    весь дом сбежался на крик όλο το σπίτι έτρεξε στην κραυγή•

    в гости всем -ом пошли μουσαφίρηδες πηγε όλο το σπίτι νοικοκυριό•

    богатый дом πλούσιο σπίτι•

    хлопотать по -у ασχολούμαι (περιποιούμαι) το νοικοκυριό.

    4. δυναστεία, οίκος•

    дом Романовых ο οίκος των Ρομανόφ.

    5. (διάφορα ιδρύματα) σπίτι, οίκος•

    дом культуры σπίτι πολιτισμού•

    дом отдыха σπίτι ανάπαυσης•

    детский дом παιδικό δημόσιο άσυλο•

    дом пионеров σπίτι των πιονέρων•

    родильный μαιευτήριο•

    βλ. ανωτ. детский дом.
    6. κατάστημα•

    банкирский дом τραπεζιτικός οίκος•

    торговый дом εμπορικός οίκος•

    исправительный дом σωφρονιστήριο•

    игорный-χαρτοπαικτείο, κυβευτήριο•

    питейный дом ταβέρνα, καμπαρέ.

    εκφρ.
    на дом – στο σπίτι•
    брать работу на дом – παίρνω δουλιά στο σπίτι•
    на –у – στο σπίτι, οίκοι•
    работать на -у – εργάζομαι στο σπίτι•
    отказать от -а (кому) – δε δέχομαι στο σπίτι μου κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > дом

  • 11 жилище

    ουδ.
    κατοικία, οικία, οίκημα, οίκος, σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > жилище

  • 12 жило

    ουδ.
    παλ. κατοικία, οίκημα, οίκος, σπίτι, ενδιαίτημα.

    Большой русско-греческий словарь > жило

  • 13 наложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. επιθέτω, επιβάλλω. || θέτω, βάζω, τοποθετώ.
    2. καλύπτω, σκεπάζω.
    3. γεμίζω, πληρώ.
    4. με σημ. ρ. σχηματιζόμενου από το αντικείμενο•

    арест на имущество κατάσχω την περιουσία•

    -запрт απαγορεύω•

    наложить налог φορολογώ•

    наложить штраф προστιμάρω•

    наложить на город контрибуцию επιβάλλω στην πόλη συνεισφορά•

    наложить воз дров φορτώνω ένα κάρο καυσόξυλα.

    || γράφω• θεωρώ•

    наложить резолюцию на заявление γράφω απόφαση πάνω στην αίτηση•

    наложить визу θεωρώ διαβατήριο,

    5. χτυπώ, δέρνω, ξυλίζω.
    εκφρ.
    наложить печать (-ти) – σφραγίζω, κλείνω (απαγορεύω τη χρησιμοποίηση)•
    - печать на помещение – σφραγίζω οίκημα•
    наложить печать на кого – αφήνω τα ίχνη επίδρασης σε κάποιον•
    наложить руку (лапу)на что – καταχτώ, βάζω κάτω από την επίδραση μου•

    Большой русско-греческий словарь > наложить

  • 14 постройка

    θ.
    1. χτίσιμο, δομή, δόμηση οικοδόμηση.
    2. οικόπεδο γήπεδο.
    3. χτίρω, οίκημα, οικοδομή, οικοδόμημα.

    Большой русско-греческий словарь > постройка

  • 15 пригораживать

    ρ.δ.
    βλ., пригородить.
    1. περκλείνομαι, περφράζομαι.
    2. χτίζομαι κοντά σε άλλο οίκημα.

    Большой русско-греческий словарь > пригораживать

См. также в других словарях:

  • οἴκημα — dwelling place neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκημα — το (ΑΜ οἴκημα) [οικώ] χώρος στεγασμένος ο οποίος χρησιμεύει ως τόπος διαμονής, σπίτι, κατοικία («ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῑς οἰκήμασι ναίουσιν», Αισχύλ.) αρχ. 1. κατοικημένος τόπος («ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῡ», Πίνδ.) 2. δωμάτιο, θάλαμος 3. δωμάτιο… …   Dictionary of Greek

  • οίκημα — το, ατος 1. κτίσμα για κατοικία, χώρος στεγασμένος, σπίτι, κατοικία, οικία: Το οίκημα είναι παλιό και ακατοίκητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλκοθήκη — Οίκημα στην Ακρόπολη της αρχαίας Αθήνας. Το οίκημα βρισκόταν στο νοτιοδυτικό βραχώδες μεσαίο επίπεδο, ανάμεσα στον Παρθενώνα και στα Προπύλαια, όπως φανερώνουν τα θεμέλιά του, τα οποία αποκαλύφθηκαν στις ανασκαφές του 1888 89. Το αποτελούσαν μια… …   Dictionary of Greek

  • οἴκημ' — οἴκημα , οἴκημα dwelling place neut nom/voc/acc sg οἴκημαι , οἰκέω inhabit perf ind mp 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενοδοχείο — Οίκημα που είναι ειδικά εξοπλισμένο για να προσφέρει με πληρωμή, στέγη και μερικές φορές τροφή. Ιστορία. Τα αρχαιότερα ξ. για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες εμφανίστηκαν σε σημεία που συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος, όπως η Ολυμπία και η Επίδαυρος,… …   Dictionary of Greek

  • οἰκημάτων — οἴκημα dwelling place neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκήμασι — οἴκημα dwelling place neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκήμασιν — οἴκημα dwelling place neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκήματα — οἴκημα dwelling place neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκήματι — οἴκημα dwelling place neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»